προωνύμιον

προωνύμιον
τὸ, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. [αῑος] Πομπήιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ωνύμιον (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ-ωνύμιον. Το -ω- τού τύπου οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. praenomen].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προώνυμος — ον, ΜΑ (στους Ρωμαίους) αυτός που έχει προωνύμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”