- προωνύμιον
- τὸ, ΜΑ(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. [αῑος] Πομπήιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ωνύμιον (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ-ωνύμιον. Το -ω- τού τύπου οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. praenomen].
Dictionary of Greek. 2013.